ἀνέψιος

ἀνέψιος
431 ἀνέψιος
{сущ., 1}
двоюродный брат; возм. племянник (Кол. 4:10).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ἀνέψιος" в других словарях:

  • ἀνεψιός — first cousin masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεψιός — και ανιψιός, ο (θηλ. ανεψιά) (AM ἀνεψιός) ο γιος αδελφού ή εξαδέλφου αρχ. μσν. εξάδελφος, κυρίως ο πρώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. της ΙΕ που δήλωνε την έμμεση συγγένεια (μέσω γυναικών). Σ αυτό οφείλονται οι σημασιολογικές του αποχρώσεις μεταξύ των εννοιών… …   Dictionary of Greek

  • ἀνεψιοῖο — ἀνεψιός first cousin masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεψιοῖς — ἀνεψιός first cousin masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεψιοί — ἀνεψιός first cousin masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεψιοῦ — ἀνεψιός first cousin masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεψιούς — ἀνεψιός first cousin masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεψιέ — ἀνεψιός first cousin masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεψιῷ — ἀνεψιός first cousin masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεψιόν — ἀνεψιός first cousin masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεψιώ — ἀνεψιός first cousin masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»